τουλούμπα

τουλούμπα
η, Ν
1. (παλ. τ.) αντλία, τρόμπα
2. ονομασία γλυκού με σιρόπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tulumba < ιταλ. tromba).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τουλούμπα — η (λ. τουρκ.) 1. αντλία, τρόμπα. 2. είδος γλυκίσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τουλουμπάκι — το, Ν [τουλούμπα] γλυκό τουλούμπα μικρού σχήματος …   Dictionary of Greek

  • τουλουμπατζής — ο, Ν (παλ. τ.) 1. χειριστής αντλίας 2. πυροσβέστης 3. ζαχαροπλάστης που παρασκευάζει ή που πουλάει γλυκά τουλούμπες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουλούμπα + κατάλ. τζής* (πρβλ. παλια τζής)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”